Το brunch, ένας συνδυασμός πρωινού και μεσημεριανού γεύματος, ξεκίνησε στη βικτωριανή Αγγλία του 19ου αιώνα ως χαλαρή εναλλακτική στο τυπικό αγγλικό πρωινό. Καθιερώθηκε το 1895 από τον Γκάι Μπέριντζερ και γρήγορα υιοθετήθηκε από τις βρετανικές αστικές τάξεις, προσφέροντας ένα ευέλικτο γεύμα μετά την εκκλησία.
Μεταφέρθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1930, όπου έγινε δημοφιλές σε ξενοδοχεία και νοικοκυριά, εμπλουτίζοντας το με τοπικές γεύσεις. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το brunch έγινε τρόπος ζωής για την μεσαία τάξη στις αμερικανικές πόλεις, συνοδευόμενο από κοκτέιλ.
Από τη δεκαετία του 1980, το brunch εξελίχθηκε σε διεθνές φαινόμενο, ενσωματώνοντας γαστρονομικές τάσεις και δημιουργικότητα στις μητροπόλεις της Ευρώπης. Συνεχίζει να είναι ένας θεσμός που συνδυάζει γαστρονομία, κοινωνικότητα και απόλαυση, κρατώντας μια δόση πολυτέλειας.
Διαβάστε παρακάτω
Το brunch, ένας όρος που προκύπτει από τη σύμπτυξη των λέξεων breakfast και lunch, αποτελεί σήμερα μια από τις πιο αγαπημένες συνήθειες σε μεγάλες πόλεις ανά τον κόσμο. Ενώ συχνά συνδέεται με τη σύγχρονη αστική κουλτούρα, η ιστορία του ξεκινά πολύ παλαιότερα, στη βικτωριανή Αγγλία του 19ου αιώνα.
Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά στον όρο εμφανίζεται το 1895 στο περιοδικό Hunter’s Weekly, σε άρθρο του Γκάι Μπέριντζερ. Ο Άγγλος συγγραφέας πρότεινε την ιδέα ενός γεύματος που θα σερβιριζόταν αργά το πρωί της Κυριακής, ώστε να προσφέρει χαλαρή εναλλακτική στο αυστηρό και βαρύ παραδοσιακό αγγλικό πρωινό. Το brunch, όπως το οραματίστηκε, θα συνδύαζε ελαφριά πιάτα, γλυκά και αλμυρά, δίνοντας τη δυνατότητα κοινωνικής συναναστροφής χωρίς τον τυπικό χαρακτήρα του δείπνου.
Η πρόταση αυτή δεν άργησε να βρει ανταπόκριση στις βρετανικές αστικές τάξεις. Το brunch προσέφερε πρακτική λύση: οι οικογένειες και οι φίλοι μπορούσαν να συναντηθούν πιο αργά την Κυριακή, μετά την εκκλησία, απολαμβάνοντας ένα ευέλικτο γεύμα. Σταδιακά, η συνήθεια ταξίδεψε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες του 1930, το brunch έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές, ιδίως στα ξενοδοχεία που το προσέφεραν ως ελκυστική επιλογή για ταξιδιώτες. Σύντομα, τα αμερικανικά νοικοκυριά το υιοθέτησαν, προσθέτοντας τοπικές πινελιές και πλούσιες παραλλαγές, από αυγά μπένεντικτ μέχρι pancakes με σιρόπι σφενδάμου.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το brunch απέκτησε νέα διάσταση. Στα μεγάλα αμερικανικά αστικά κέντρα, όπως η Νέα Υόρκη και το Σικάγο, έγινε τρόπος ζωής για την ανερχόμενη μεσαία τάξη. Ήταν το γεύμα που συνδύαζε χαλάρωση με κοινωνικότητα, μια αφορμή για συναντήσεις εκτός σπιτιού. Σταδιακά, άρχισε να συνδέεται με κοκτέιλ, όπως το Bloody Mary και το Mimosa, δίνοντας γιορτινή διάσταση σε ένα γεύμα που από την αρχή είχε σχεδιαστεί για να αποφορτίζει την εβδομάδα.
Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, το brunch έγινε διεθνές φαινόμενο. Στην Ευρώπη, οι μητροπόλεις όπως το Παρίσι, το Βερολίνο και αργότερα η Αθήνα και η Λευκωσία, το ενσωμάτωσαν στις επιλογές ψυχαγωγίας τους. Επηρεασμένο από τις γαστρονομικές τάσεις, εξελίχθηκε σε χώρο δημιουργικότητας για τους σεφ: Από τις παραδοσιακές αβγόφετες μέχρι συνδυασμούς μεσογειακών υλικών, superfoods και διεθνών κουζινών.
Η πορεία του από την Αγγλία του 19ου αιώνα μέχρι τα κοσμοπολίτικα στέκια του 21ου αιώνα αποδεικνύει ότι το brunch είναι ένας θεσμός που συνεχίζει να εξελίσσεται, συνδυάζοντας τη γαστρονομία με την κοινωνικότητα και την απόλαυση, πάντα με μια δόση ανεπιτήδευτης πολυτέλειας.
Συνοπτικά
- Το brunch ξεκίνησε στη βικτωριανή Αγγλία ως χαλαρή εναλλακτική στο τυπικό πρωινό.
- Καθιερώθηκε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930, εμπλουτισμένο με τοπικές γεύσεις.
- Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε τρόπος ζωής για την αμερικανική μεσαία τάξη.
- Από τη δεκαετία του 1980, αποτελεί διεθνές φαινόμενο με γαστρονομική δημιουργικότητα.