Πέντε χρόνια μετά την αρχή της πανδημίας COVID-19, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να καταγράφουν εβδομαδιαίους θανάτους από τον ιό, με τον μέσο όρο να ανέρχεται στους 350.
Παρά τη σημαντική μείωση σε σύγκριση με την κορύφωση της πανδημίας, οι ειδικοί ανησυχούν για την επιμονή των θανάτων, η οποία σχετίζεται με τη χαμηλή αποδοχή των εμβολίων, τη φθίνουσα ανοσία και την περιορισμένη πρόσβαση σε θεραπείες.
Μόλις το 23% των ενηλίκων και το 13% των παιδιών έχουν εμβολιαστεί με το επικαιροποιημένο εμβόλιο, ενώ η καθυστερημένη αναζήτηση ιατρικής βοήθειας από ασθενείς μειώνει την αποτελεσματικότητα των διαθέσιμων φαρμάκων.
Διαβάστε παρακάτω
Πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19, η νόσος συνεχίζει να αφαιρεί ανθρώπινες ζωές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με στοιχεία των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), τον τελευταίο μήνα ο μέσος εβδομαδιαίος αριθμός θανάτων από κορονοϊό στις ΗΠΑ διαμορφώθηκε στους 350.
Αν και ο αριθμός αυτός είναι πολύ χαμηλότερος σε σύγκριση με την κορύφωση της πανδημίας, όταν στις αρχές Ιανουαρίου 2021 καταγράφηκαν σχεδόν 26.000 θάνατοι σε μία εβδομάδα, η επιμονή των θανάτων ανησυχεί την επιστημονική κοινότητα. Όπως σημειώνουν ειδικοί στο ρεπορτάζ του δικτύου ABC News, η συνέχιση των απωλειών σχετίζεται άμεσα με τρεις παράγοντες: τη χαμηλή αποδοχή των νέων εμβολίων, τη μείωση της ανοσίας με την πάροδο του χρόνου και την περιορισμένη πρόσβαση των ασθενών σε φαρμακευτικές θεραπείες.
COVID-19: Χαμηλοί εμβολιασμοί και φθίνουσα ανοσία
Κατά τη φετινή εμβολιαστική περίοδο 2024-2025, μόλις το 23% των ενηλίκων στις ΗΠΑ έκανε το επικαιροποιημένο εμβόλιο κατά της COVID-19, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στα παιδιά περιορίστηκε στο 13%. Ο Dr. Gregory Poland, εμβολιολόγος και επικεφαλής του Atria Research Institute, εξηγεί ότι αυτό το χαμηλό ποσοστό εμβολιασμού συμβάλλει άμεσα στη διατήρηση του ιικού φορτίου στον πληθυσμό, με αποτέλεσμα την επιβίωση και τη μετάδοση του ιού.
«Ορισμένοι άνθρωποι ενδέχεται να έχουν γενετική προδιάθεση να μην αναπτύσσουν επαρκή ανοσολογική απόκριση στο εμβόλιο», σημειώνει ο Poland, προσθέτοντας ότι οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς είναι επίσης λιγότερο πιθανό να προστατευθούν επαρκώς. Επιπλέον, η ανοσία που προσφέρει το εμβόλιο φθίνει με τον χρόνο, γεγονός που εντείνει τον κίνδυνο επαναμόλυνσης, ιδίως σε ευάλωτες ομάδες όπως οι ηλικιωμένοι.
Γι’ αυτό και η επικαιροποιημένη σύσταση για όσους είναι άνω των 65 ετών είναι η λήψη δύο δόσεων του νέου εμβολίου ανά εξάμηνο. Τα στοιχεία του CDC δείχνουν ότι η ηλικιακή ομάδα με τον υψηλότερο δείκτη θανάτων είναι οι άνω των 75 ετών, με 4,66 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πλέον εγκεκριμένα και αποτελεσματικά φάρμακα για την αντιμετώπιση της COVID-19, όπως τα αντιιικά χάπια Paxlovid (Pfizer) και Molnupiravir (Merck), αλλά και το ενδοφλέβιο remdesivir, μεγάλο ποσοστό ασθενών δεν κάνει χρήση αυτών των θεραπειών εγκαίρως.
Όπως επισημαίνει ο Dr. Tony Moody από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Duke, «οι διαθέσιμες θεραπείες μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο επιπλοκών, εάν χορηγηθούν άμεσα. Ωστόσο, πολλοί ασθενείς είτε αργούν να αναζητήσουν ιατρική βοήθεια είτε δεν γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί».
Τα φάρμακα είναι πιο αποτελεσματικά όταν ξεκινήσουν μέσα σε πέντε ημέρες από την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Παρά τα θετικά αποτελέσματα στις κλινικές δοκιμές, η αδυναμία έγκαιρης διάγνωσης και πρόσβασης στην πρωτοβάθμια φροντίδα μειώνει την πραγματική τους χρησιμότητα.
Ο Moody αναφέρει χαρακτηριστικά: «Μιλάω συχνά με ανθρώπους που όταν πήραν θεραπεία έγκαιρα, η διαφορά ήταν αισθητή. Αλλά δυστυχώς, δεν αξιοποιούνται όσο και όπως θα έπρεπε».
Πηγή: LIFO