Το άρθρο αναδεικνύει την κρίσιμη κατάσταση που αντιμετωπίζει το νοσηλευτικό προσωπικό στην Ελλάδα, το οποίο εγκαταλείπει μαζικά το επάγγελμα λόγω εξαντλητικών συνθηκών εργασίας, χαμηλών μισθών και έλλειψης θεσμικής υποστήριξης. Παρά την αναγνώριση που έλαβαν κατά την πανδημία, οι νοσηλευτές βιώνουν καθημερινά ψυχολογική πίεση και σωματική καταπόνηση, με αποτέλεσμα πολλές αποχωρήσεις.
Η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία στην ΕΕ σε αριθμό νοσηλευτών ανά 1.000 κατοίκους, ενώ οι προοπτικές για τους νέους που επιθυμούν να ακολουθήσουν το επάγγελμα είναι δυσοίωνες. Οι συνθήκες αυτές προμηνύουν σοβαρές επιπτώσεις για την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας, τονίζουν οι ειδικοί και οι επαγγελματίες του κλάδου.
Διαβάστε παρακάτω
Πολύωρες εφημερίες με άκαμπτα κυκλικά ωράρια, υποστελεχωμένο σύστημα υγείας με τεράστιες ελλείψεις προσωπικού, αντίξοες συνθήκες εργασίας, ασήκωτο ψυχολογικό φορτίο, σωματική εξουθένωση, burn-out και ανεπαρκείς απολαβές είναι μερικοί μονάχα από τους λόγους που οι αφανείς ήρωες του Ε.Σ.Υ βρίσκονται σε έλλειψη στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας.
Κατά την περίοδο της πανδημίας, οι νοσηλευτές – μαζί με τους γιατρούς φυσικά – αναδείχθηκαν ως ήρωες στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, περνώντας εξαντλητικά μερόνυχτα σε εφημερίες στα νοσοκομεία και αποσπώντας χειροκροτήματα με μάσκες και γάντια από τα μπαλκόνια μας, για τον δύσκολο αγώνα τους.
Η αναγνώριση του έργου τους όμως, μάλλον ήταν φευγαλέα, μιας και δεν υπάρχει καμία ουσιαστική θεσμική στήριξη και αναγνώριση για το νοσηλευτικό προσωπικό, με τις συνθήκες εργασίες να γίνονται καθημερινά όλο και πιο αντίξοες και το Εθνικό Σύστημα Υγείας βρίσκεται υπό κατάρρευση.
«Μάστιγα» η έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού στην Ελλάδα
Η κατάσταση στα δημόσια νοσοκομεία της Ελλάδας κρίνεται εξαιρετικά δύσκολη, με σοβαρές συνέπειες που αφορούν όχι μόνο την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας, αλλά και την επαγγελματική ευημερία του νοσηλευτικού προσωπικού, το οποίο φαίνεται να εγκαταλείπει τον κλάδο.
Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση της ΕΕ, με 3,3 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, τη στιγμή που ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος ξεπερνά του 8 νοσηλευτές/ 1000 κατοίκους.
Η χώρα μας επίσης κατατάσσεται στις χαμηλότερες θέσεις – βάσει δεικτών – σε ότι αφορά τις συνθήκες εργασίας, τις αμοιβές και τη θεσμική υποστήριξη στο νοσηλευτικό προσωπικό.
Μάλιστα, όλο και λιγότεροι Έλληνες φαίνεται να επιλέγουν το επάγγελμα του νοσηλευτή, με το ενδιαφέρον των 15χρονων να ακολουθήσουν σταδιοδρομία νοσηλευτή έχει υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια σε τουλάχιστον τις μισές χώρες- μέλη του Oργανισμού, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ. Η Ελλάδα, μαζί με τις Πολωνία, Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία, Ουγγαρία και Ιταλία είναι οι χώρες όπου λιγότερο από 1% των 15χρονων θα επέλεγαν να εργαστούν ως νοσηλευτές/νοσηλεύτριες.
Ο ΠΟΕΔΗΝ, για την Παγκόσμια Ημέρα Νοσηλευτή (12 Μαΐου) εξέδωσε ανακοίνωση κρούωντας τον κώδωνα του κινδύνου για την κατάσταση των νοσηλευτών στα δημόσια νοσοκομεία της Ελλάδας, τονίζοντας ότι τα τελευταία χρόνια έχουν καταγραφεί περισσότερες από 12.000 αποχωρήσεις προσωπικού, λόγω των ελάχιστων προσλήψεων και τους εξαντλητικούς ρυθμούς εργασίας που οδηγούν σε εργασιακή εξουθένωση.
Στην ίδια ανακοίνωση, ο ΠΟΕΔΗΝ, διεκδικεί:
- Την ένταξη των νοσηλευτών στα Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα
- Την αύξηση των μισθών που σε πολλές περιπτώσεις είναι ίσος ή και κατώτερος του κατώτατου μισθού του ανειδίκευτου εργάτη.
- Την μονιμοποίηση των συμβασιούχων.
- Ισχυρή Δημόσια Υγεία – Πρόνοια με επαρκή στελέχωση και χρηματοδότηση.
- Η παγκόσμια ημέρα του νοσηλευτή αποτελεί επισήμανση αναγνώρισης του έργου και της προσφοράς του.

Νοσηλεύτριες περιγράφουν στην Parallaxi τις αντίξοες και εξαντλητικές συνθήκες εργασίας που ταλανίζουν το προσωπικό της χώρας και τους λόγους για τους οποίους οι εργαζόμενοι οδηγούνται στην παραίτηση.
Η Μαρία εργαζόταν ως νοσηλεύτρια για τέσσερα χρόνια σε κέντρο αποκατάστασης στη Θεσσαλονίκη. Μία δουλειά την οποία σήμερα, οι συνθήκες την ανάγκασαν να αφήσει πίσω της και δουλεύει σε καφέ take away:
«Μπήκα με πολλή όρεξη στη δουλειά γιατί μου άρεσε πολύ και ήθελα να προσφέρω. Όμως δυστυχώς, η εμπειρία μου δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Προσλήφθηκα με το βασικό μισθό σε κέντρο αποκατάστασης, όπου είχα να κάνω κυρίως με ηλικιωμένους κυρίους, οι οποίοι βασανίζονταν με κινητικά προβλήματα.
Μου άρεσε που βοηθούσα ανθρώπους, ωστόσο η αλήθεια είναι ότι με τον καιρό αποκτάς πολλά μυοσκελετικά προβλήματα, διότι αναγκάζεσαι κάθε μέρα να κουβαλάς ή να σηκώνεις ανθρώπους που μάλιστα δεν μπορούν σε πολλές περιπτώσεις να ελέγξουν το σώμα και το βάρος τους. Οπότε πρέπει να είσαι διπλά προσεκτικός.
Επιπλέον αντιμετωπίζαμε σε πολλές περιπτώσεις την αγριότητα. Πολλοί από τους ασθενείς που είχαν άνοια μας χτυπούσαν χωρίς να καταλαβαίνουν βέβαια τι κάνουν, αλλά για εμάς ήταν μια πολύ άσχημη εμπειρία. Γεμίζαμε καθημερινά μελανιές. Ορισμένοι από αυτούς μας παρενοχλούσαν, μας θώπευαν κι εμείς σε πολλές περιπτώσεις δεν αντιδρούσαμε καν, τι να τους πούμε…
Όλο αυτό όση διάθεση προσφοράς κι αν έχεις, όσο περνά ο χρόνος γίνεται ανυπόφορο, ειδικά όταν έχεις αυτές τις απολαβές. Γι’ αυτό και μετά από 2 χρόνια περίπου αποφάσισα να παραιτηθώ, δεν ξέρω αν θα επέστρεφα σε αυτό το επάγγελμα. Τώρα εργάζομαι σε take away καφέ, αλλά αν μου δοθεί η δυνατότητα να επιστρέψω, υπό καλύτερες συνθήκες, ίσως τότε να το ξανά δοκίμαζα».

Η Χριστίνα, εργάζεται ως νοσηλεύτρια σε δημόσιο νοσοκομείο του Έβρου, τα τελευταία 25 χρόνια. Οι εξαντλητικές βάρδιες και οι κάκιστες απολαβές είναι αυτές που οδηγούν τους νοσηλευτές στην παραίτηση, σύμφωνα με την ίδια:
«Τα περισσότερα νέα παιδιά επιλέγουν το επάγγελμα γιατί θεωρούν ότι υπάρχει εύκολη αποκατάσταση, κάτι που πράγματι ισχύει από την πανδημία και μετά. Πολλοί μπορεί να έχουν ως στόχο την ιατρική και να μην περάσουν στις Πανελλαδικές, οπότε η επόμενη επιλογή τους είναι η νοσηλευτική. Για πολλούς, είναι σημαντική η μεγάλη συνεισφορά στον συνάνθρωπο, το λειτούργημα που αποτελεί η συγκεκριμένη δουλειά και γι’ αυτό την επιλέγουν.
Οι δύσκολες συνθήκες εργασίας είναι αυτές που οδηγούν τους νοσηλευτές στην παραίτηση. Όταν μιλάμε για δύσκολες συνθήκες εργασίας, εννοούμε τις εξαντλητικές βάρδιες και τις κάκιστες αμοιβές. Πολύς κόσμος επιλέγει να φύγει στην Κύπρο, που είναι η εύκολη λύση, γιατί ο μισθός είναι διπλάσιος εκεί. Η γενικότερη οικονομία της χώρας δεν βοηθά στο να τα βγάλουμε πέρα με τις απολαβές που έχουμε, ειδικά όσον αφορά τα ενοίκια τα οποία είναι πλέον είναι απλησίαστα. Γνωρίζω άτομα, τα οποία παραιτούνται μετά από 17 χρόνια στο νοσοκομείο γιατί το ενοίκιο έχει φτάσει στα 550 ευρώ και παίρνουν μισθό 1.100 ευρώ.
Οι βάρδιες είναι πάρα πολλές λόγω της έλλειψης προσωπικού. Όλα απορρέουν από εκεί. Οι απαιτήσεις των γιατρών είναι επίσης πολλές για τον αριθμό των νοσηλευτών που υπάρχουν, κάτι που κάνει ακόμα δυσκολότερη την κατάσταση.
Τα απογευματινά χειρουργεία είναι επίσης ένα μεγάλο βάρος πλέον για τους νοσηλευτές. Το υπουργείο, πληρώνει δύο επιπλέον νοσηλευτές για να γίνει ένα απογευματινό χειρουργείο. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι δεν δουλεύουν μόνο δύο νοσηλευτές για ένα απογευματινό χειρουργείο, αλλά πολλοί περισσότεροι άνθρωποι που επωμίζονται τη δουλειά χωρίς να πληρωθούν. Το ποσό που παίρνουν οι νοσηλευτές που πληρώνονται, είναι επίσης πολύ χαμηλό, μιας και ανέρχεται στα 10 – 15 ευρώ. Τα απογευματινά χειρουργεία μπορεί να ήταν μία ώρα ιδέα για να μην ταλαιπωρείται ο κόσμος, αλλά πρέπει να γίνει υπό προϋποθέσεις και όχι με το ίδιο προσωπικό».
Ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα για το νοσηλευτικό προσωπικό του δημοσίου τομέα είναι το γεγονός ότι δεν περιλαμβάνονται στην κατηγορία των «βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων», εν’ αντιθέσει με αυτό του ιδιωτικού τομέα που έχει ήδη ενταχθεί. Η Ένωση Νοσηλευτών Ελλάδος (ΕΝΕ) ασκεί μόνιμη πίεση για την ένταξή τους, υποστηρίζοντας ότι η φύση της εργασίας τους δικαιολογεί την ένταξη.
«Το να συμπεριληφθούμε σε αυτήν την κατηγορία σημαίνει για εμάς 5 χρόνια νωρίτερα σύνταξη. Δεν υπάρχει κανένα κίνητρο από πουθενά, ούτε ψυχολογικό, ούτε οικονομικό και υπάρχουν πολύ υψηλές απαιτήσεις για το νοσηλευτικό προσωπικό. Εμείς που δουλεύουμε για πάνω από 15 χρόνια, βλέπουμε μπροστά μας ένα τεράστιο βουνό το οποίο δεν μπορούμε να ανέβουμε», καταλήγει η Χριστίνα.
Η Ελισάβετ εργαζόταν ως νοσηλεύτρια σε δημόσιο νοσοκομείο για 35 χρόνια της ζωής της, σε διευθύνουσα θέση τα περισσότερα από αυτά. Η ίδια γνωρίζει τον αγώνα που δίνει το νοσηλευτικό προσωπικό καθημερινά και κυρίως το ψυχολογικό φορτίο που πολλοί νοσηλευτές δεν μπορούν να κουβαλήσουν στο τέλος της ημέρας:
«Η νοσηλευτική είναι ένα ανθρωποκεντρικό επάγγελμα που σημαίνει ότι αν δεν έχεις αγάπη προς τον άνθρωπο και κάνεις το συγκεκριμένο επάγγελμα απλά γιατί πέρασες στη σχολή με τις Πανελλαδικές, τότε σίγουρα δεν θα ανταπεξέλθεις. Βρίσκεσαι για πρώτη φορά σε έναν χώρο, τις συνθήκες του οποίου δεν είχες φανταστεί και αντιμετωπίζεις για πρώτη φορά, κάτι που δημιουργεί τεράστια ψυχολογική πίεση.
Ο νοσηλευτής δεν είναι ένας απλός δημόσιος υπάλληλος, που όταν τελειώνει το ωράριό σου μπορεί να φύγει από το γραφείο. Ο νοσηλευτής δένεται με τον ασθενή, παίρνει μαζί του τα προβλήματά του και γι αυτό χρειάζεται να βάλει μία “κόκκινη γραμμή”. Αν δεν το κάνει αυτό, τότε αναγκάζεται να βιώνει μαζί με τον ασθενή τα προβλήματά του και μάλιστα, πολλές φορές, να τα κουβαλάει στο ίδιο του το σπίτι. Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα που πολλοί νοσηλευτές δεν μπορούν να λύσουν ή να ξεπεράσουν. Γι’ αυτό και οι ψυχίατροι που είχαμε για να μας καθοδηγούν, πάντα μας έλεγαν να κρατάμε τη λεγόμενη “κόκκινη γραμμή”. Πολλές φορές ακούμε να λένε ότι “οι νοσηλεύτριες είναι ψυχρές”, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί θέλουν να κρατούν τις αποστάσεις για την προσωπική τους ασφάλεια και ηρεμία. Το 90% στο επάγγελμα είναι λύπες και το 10% είναι χαρές. Αυτόν τον πόνο τον βιώνεις και αναγκαστικά πολλές φορές, τον μεταφέρεις. Αυτό είναι πολύ βαρύ και πολλοί δεν μπορούν να το διαχειριστούν».
«Είναι απαραίτητο να γίνεται μετακίνηση του προσωπικού ανά μερικά χρόνια γιατί υπάρχει μεγάλο “burn out” όταν ο νοσηλευτής είναι μόνο σε ένα τμήμα», τονίζει η Ελισάβετ.
Η ίδια εργαζόταν στη Μονάδα Ειδικών Λοιμώξεων (ΜΕΛ) τη δεκαετία που εμφανίστηκαν τα πρώτα περιστατικά με AIDS στην Ελλάδα:
«Εκεί το δέσιμο με τους ασθενείς ήταν τεράστιο. Αυτοί οι άνθρωποι μας έβλεπαν σαν θεούς, γιατί εκτός από την αρρώστια, βίωναν και τον κοινωνικό αποκλεισμό, ακόμα και τον αποκλεισμό από τις οικογένειές τους. Πολλές φορές εξαρτιόταν η διάθεσή τους από τους νοσηλευτές. Μία παρόμοια περίπτωση αποτελούσαν και τα παιδιά τα οποία έρχονταν λόγω του μεταναστευτικού, τα οποία είχαν χάσει τους γονείς τους και πολλές συναδέλφισσες τα αντιμετώπιζαν λες και ήταν δικά τους παιδιά».
«Αυτό όμως δεν πληρώνεται με χρήματα και το κράτος δυστυχώς, δεν σέβεται το νοσηλευτικό προσωπικό. Μία τέτοια δουλειά, με τα συγκεκριμένα ωράρια και εφημερίες, χρειάζεται ξεκούραση, που σημαίνει περισσότερες άδειες, οι οποίες δεν υπάρχουν. Όταν δουλεύεις απόγευμα – πρωί – βράδυ συνεχόμενα, χωρίς προσωπικό, αυτό σε εξουθενώνει. Πολλά νέα παιδιά εγκαταλείπουν τη νοσηλευτική στα πρώτα χρόνια της δουλειάς, ακόμα και αμέσως μετά την πρακτική τους. Αυτό συμβαίνει γιατί τις περισσότερες φορές δεν μπορούν να διαχειριστούν την κατάσταση που επικρατεί στο νοσοκομείο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το κράτος δεν δίνει οικονομικά κίνητρα στους νοσηλευτές για να παραμείνουν στο επάγγελμα», καταλήγει η ίδια.