Η ινσουλίνη εμφανίζει προβλήματα λειτουργίας στις γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, οδηγώντας σε ινσουλινοαντίσταση και αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Σύμφωνα με ιταλική ανασκόπηση, αυτή η κατάσταση επηρεάζει περίπου το 20-26% του ενήλικου πληθυσμού.
Η υπερινσουλιναιμία συνδέεται στενά με τις μεταβολικές ανωμαλίες και την περίσσεια ανδρογόνων που χαρακτηρίζουν το σύνδρομο. Επιπλέον, οι παχύσαρκες γυναίκες διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2.
Η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει αλλαγές στον τρόπο ζωής και φαρμακευτική αγωγή, όπως η μετφορμίνη, που μπορεί να βελτιώσει τα συμπτώματα και τη διαχείριση του βάρους. Η διαφοροποίηση μεταξύ πολυκυστικών ωοθηκών και του συνδρόμου είναι κρίσιμη για τη σωστή διάγνωση και θεραπεία.
Διαβάστε παρακάτω
Η ινσουλίνη στον οργανισμό των γυναικών που πάσχουν από σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών έχει εξασθενημένη λειτουργία, με συνέπεια την απορρύθμιση του σακχάρου στο αίμα, σύμφωνα με ιταλική ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό έντυπο «Current Pharmaceautical Design».
H ινσουλίνη, ως γνωστόν, είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται από το πάγκρεας και ρυθμίζει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Αυτό το επιτυγχάνει διευκολύνοντας τη μεταφορά γλυκόζης από την κυκλοφορία του αίματος μέσα στα κύτταρα, όπου θα αποτελέσει καύσιμη ύλη για την παραγωγή ενέργειας. Αυτή η δράση που έχει η ινσουλίνη είναι τόσο σημαντική, που, σε απουσία της ορμόνης, τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα είναι πολύ υψηλά και αναπτύσσεται σακχαρώδης διαβήτης.
Πώς οι πολυκυστικές ωοθήκες μπήκαν στο «κάδρο» των πιθανών αιτίων – Τι συμβαίνει με την ινσουλίνη
Σε ορισμένες περιπτώσεις (παχυσαρκία, πολυκυστικές ωοθήκες, προδιάθεση για διαβήτη, υπερέκκριση κορτιζόλης κ.λπ.), μολονότι δεν επηρεάζονται αρνητικά η παραγωγή και η έκκριση της ινσουλίνης, διαταράσσεται η προαναφερθείσα δράση της στα κύτταρα. Ετσι, παρά την παρουσία της ινσουλίνης, η γλυκόζη δεν μπορεί να ρυθμιστεί, καθώς οι ιστοί «αντιστέκονται» στη δράση της (ινσουλινοαντίσταση). Για να το αντιμετωπίσει αυτό ο οργανισμός, εξωθεί το πάγκρεας σε υπερβολική παραγωγή ινσουλίνης, τόσο που τα επίπεδά της στο αίμα να αυξάνονται από 2 έως και 10 φορές πάνω από το φυσιολογικό (υπερινσουλιναιμία). Το φαινόμενο αυτό είναι τόσο συχνό, που απαντάται περίπου στο 20-26% του ενήλικου πληθυσμού σε Ευρώπη και Αμερική.
«Προβληματική» η ινσουλίνη στις γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες
Ινσουλινοαντίσταση και πολυκυστικές ωοθήκες «βαδίζουν» μαζί
Μία πρόσφατη ανασκόπηση μελετών από το Πανεπιστήμιο της Βερόνα επιβεβαίωσε ότι η ινσουλινοαντίσταση αποτελεί μείζον ζήτημα υγείας στις νεαρές γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Ο δρ Πάολο Μοτζέτι αξιολόγησε στοιχεία για την παθογένεση και τη θεραπεία της εξασθενημένης δράσης της ινσουλίνης που συχνά διαγιγνώσκεται σε γυναίκες με το εν λόγω σύνδρομο. Εν τέλει, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ινσουλινοαντίσταση αποτελεί βασικό μηχανισμό της παθογένεσης του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών, επειδή κατά βάση η υπερινσουλιναιμία έχει έντονη αλληλεπίδραση με την περίσσεια ανδρογόνων που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη γυναικολογική πάθηση. Επιπλέον, η εξασθενημένη δράση της ινσουλίνης είναι κεντρικός μηχανισμός των μεταβολικών ανωμαλιών, που επίσης εντοπίζεται σε αυτές τις γυναίκες και αποτελεί μείζονα πτυχή του υποκείμενου ιατρικού βάρους που αποδίδεται στο σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Καθοριστικός παράγοντας το βάρος της γυναίκας
«Ενα βασικό ερώτημα που ανακύπτει έπειτα από κάθε τέτοια μελέτη για το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι ο ρόλος του σωματικού βάρους και συγκεκριμένα του πλεονάζοντος σωματικού λίπους στις γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Εξάλλου, συστηματικές μελέτες έχουν δείξει πως οι παχύσαρκες πάσχουσες γυναίκες που έχουν αντίσταση στη δράση της ινσουλίνης διατρέχουν κίνδυνο έως και 20% να νοσήσουν στο μέλλον από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (μη ινσουλινοεξαρτώμενος). Ωστόσο, ακόμη και οι ασθενείς που δεν είναι παχύσαρκες, αλλά έχουν αυξημένο σωματικό βάρος (Δείκτης Σωματικής Μάζας >27), έχουν αυξημένο ρίσκο εμφάνισης της νόσου. Αλλαγές στον τρόπο ζωής και/ή συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή μπορούν να συμβάλουν θετικά στη διαχείριση της κατάστασης. Αλλά το θεραπευτικό μοντέλο που επιλέγεται κάθε φορά πρέπει να είναι εξατομικευμένο», σχολιάζει ο Χάρης Χ. Χηνιάδης, μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος με εξειδίκευση στην Εξωσωματική Γονιμοποίηση και τη Λαπαροσκοπική Χειρουργική, συνεργάτης στη Μονάδα Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής του Μαιευτηρίου ΜΗΤΕΡΑ.
Δεν είναι όλες οι πολυκυστικές ωοθήκες ενδεικτικές αυξημένου κινδύνου
«Δοθείσης της ευκαιρίας, να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν πρέπει να συγχέεται το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών με τις πολυκυστικές ωοθήκες», διευκρινίζει ο κ. Χηνιάδης. «Οι τελευταίες είναι ένα εύρημα με αυξανόμενη συχνότητα, λόγω της χρήσης υπερήχων στη γυναικολογική εξέταση ρουτίνας. Υπολογίζεται πως περίπου 20% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας έχει πολυκυστικές ωοθήκες, αλλά λιγότερες από τις μισές έχουν τα βιοχημικά και ορμονικά ευρήματα που συνιστούν το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, το οποίο αφορά, τελικά, το 4%-5% του γυναικείου πληθυσμού αναπαραγωγικής ηλικίας. Μάλιστα, μελέτες για τα αίτια του συνδρόμου έχουν αναδείξει τον ρόλο ενός συγκεκριμένου γονιδίου, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να κληροδοτηθεί από τη μητέρα στην κόρη», τονίζει ο κ. Χηνιάδης.
Συνεπώς, σύμφωνα με τον δρα Χηνιάδη, για τη σωστή διάγνωση του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών, άρα και της πιθανής συσχέτισής του με τον διαβήτη, καίριας σημασίας είναι η λήψη λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού, αξιολογώντας στοιχεία όπως η παχυσαρκία ή η τάση για εύκολη αύξηση του σωματικού βάρους, φυσικά η κληρονομικότητα, καθώς και πιο κυρίαρχα χαρακτηριστικά, όπως ο ανώμαλος κύκλος (αμηνόρροια-ολιγομηνόρροια-αραιομηνόρροια σε ποσοστό 20%-50%), η αυξημένη τριχοφυΐα (65%-70%), η ακμή (25%-35%) και η αλωπεκία (3%-6%).
Η θεραπεία για τον διαβήτη μπορεί να βοηθήσει και στο σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
Στον βαθμό που υπάρχουν υποψίες ότι η πάσχουσα από πολυκυστικές ωοθήκες αντιμετωπίζει αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη -αν χρειαστεί και καταδειχθεί από τον έλεγχο ινσουλίνης/γλυκόζης- τότε, σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, μπορεί σταδιακά να χορηγηθεί μετφορμίνη, η οποία χορηγείται και στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, με ικανοποιητικά αποτελέσματα στον έλεγχο του βάρους, την τριχοφυΐα, αλλά και την ωορρηξία.