Το άρθρο εξετάζει την εξέλιξη των ελληνικών πανηγυριών από αυθόρμητες κοινοτικές γιορτές σε εμπορευματοποιημένα γεγονότα, συχνά κατευθυνόμενα από χορηγούς και influencers που προβάλλουν μια επιφανειακή εικόνα της παράδοσης.
Η παραδοσιακή εμπειρία έχει μετατραπεί σε προϊόν που καταναλώνεται, ενώ οι ντόπιοι συχνά περιθωριοποιούνται από τους τουρίστες και τους αυτοαποκαλούμενους «ειδικούς» της παράδοσης.
Το άρθρο κατακρίνει αυτή την απομάκρυνση από την αυθεντικότητα και καλεί σε έναν πιο σεβαστικό και ουσιαστικό τρόπο συμμετοχής στις παραδοσιακές εκδηλώσεις, που να τιμά πραγματικά τις τοπικές κοινότητες και την πολιτιστική κληρονομιά.
Διαβάστε παρακάτω
Δεν ξέρω πότε ακριβώς συνέβη. Κάπου ανάμεσα στο πρώτο drone που πέταξε πάνω από πλατεία χωριού και στο πρώτο story στο Instagram με hashtag #panygiri, κάτι πήγε στραβά. Το ελληνικό πανηγύρι, αυτό το κάποτε αυθόρμητο, κοινοτικό και σχεδόν ιερό μείγμα μουσικής, φαγητού και μοιράσματος, μεταμορφώθηκε. Κι έγινε προϊόν.
Ένα προϊόν που διαφημίζεται, που κοστολογείται, που αποκτά χορηγούς, ήχους χιλιάδων watt και line-up καλλιτεχνών. Ένα προϊόν που πλέον καταναλώνεται, δεν βιώνεται.
Αλλά, ακόμη κι όταν καταφέρνει να γλιτώσει απ’ όλα αυτά και να υπάρξει ανόθευτο, κινδυνεύει να «καταπατηθεί» από τους εκατοντάδες έλληνες και ξένους τουρίστες που με ρυθμούς φρενίτιδας αναζητούν να βρεθούν δίπλα σε ντόπιους και να πιαστούν σε χορούς κυκλωτικούς απλώς γιατί… πουλάει.
Και η συνύπαρξη αυτή, ντόπιων και τουριστών, δεν θα ήταν αλήθεια τόσο τραγική αν οι δεύτεροι υπήρχαν ανάμεσά στους πρώτους με σεβασμό και ειλικρινή διάθεση για μέθεξη στη μυσταγωγία του πανηγυριού. Όμως, δυστυχώς, η πραγματικότητα απέχει πολύ από αυτή την καλώς εννοούμενη συνύπαρξη.
Παλιά, τα πανηγύρια ήταν ιερή γιορτή προς τιμήν των αγίων και της ορθοδοξίας, τόπος συνάντησης για τους ξενιτεμένους, ευκαιρία για το χωριό να «πάρει ζωή», κοινωνική τελετουργία. Είχαν μυρωδιά από φαγητό στη σούβλα ή το καζάνι κι από ιδρώτα ανθρώπων που χόρευαν κυκλικά ως το ξημέρωμα. Δεν ήταν οργανωμένα στην εντέλεια αλλά είχαν ψυχή.
Τώρα πια, έχουν οργανωτική επιτροπή, εισιτήριο, καλλιτεχνικό πρόγραμμα και φωτογράφο. Χορηγό το βυρσοδεψείο του νομού και το πολιτικό γραφείο του αντιπεριφερειάρχη. Πλαστικές καρέκλες σε απόλυτη ευθυγράμμιση και πίσω από την ορχήστρα κάβα με ουίσκι και τραπεζάκια VIP.
Δεν κατηγορώ το πανηγύρι που εξελίχθηκε. Κατηγορώ το πανηγύρι που ξέχασε γιατί υπάρχει.

Οι «φασαίοι» και οι θιασώτες της παράδοσης
Στο φόντο, νέες φιγούρες αναδύονται. Οι επαγγελματίες του παραδοσιακού, οι influencers της πατρίδας, οι «φασαίοι», αυτοί που υψώνουν το φολκλόρ σαν παντιέρα.
Τρέχουν από χωριό σε χωριό, βαφτίζοντας την κάθε εμφάνισή τους «αγάπη για την παράδοση». Είναι οι ίδιοι που θα ποστάρουν το κλαρίνο στο TikTok με caption «Επιστροφή στις ρίζες μας», και ενώ βρίσκονται στη Νάξο μετά τα «κοτσάκια» θα παραγγείλουν «ράικο» γιατί έμαθαν πρόσφατα να το χορεύουν σε κάποιον σύλλογο. Ο ίδιος σύλλογος μάλλον παρέλειψε να ενημερώσει τους επίδοξους χορευτές του για την αξία του τοπικού ηχοχρώματος, τις ζυγιές και την ταυτότητα κάθε περιοχής.
Προσκυνούν το «παραδοσιακό» χωρίς να ξέρουν τίποτα απ’ την παράδοση. Το βιώνουν σαν μουσικό φεστιβάλ, σαν ρετρό εμπειρία ή σαν ψευδεπίγραφη δήλωση ταυτότητας – ένα είδος «εθνολαϊκού» cosplay, χωρίς εσωτερική συνοχή με τον τόπο ή την κοινότητα.
Βέβαια, υπάρχουν και οι καλοπροαίρετοι εκπαιδευμένοι. Όσοι επέστρεψαν από ένα χορευτικό στο Παγκράτι και, στο πανηγύρι του χωριού τους, κόβουν το γλέντι στη μέση για να υποδείξουν πώς χορεύονται σωστά το «τσάμικο» και οι «κλέφτες». Είναι οι ασκητές της «ορθής παράδοσης», αυτοί που βλέπουν την τοπική κοινότητα σαν κοινό – όχι σαν συμμέτοχο. Κι έτσι, στο όνομα της «πολιτισμικής αυθεντίας», επιβάλλουν άθελά τους μια αστική ορθογραφία στην τοπική αυθόρμητη γραμματική. Παίρνουν τον αυθεντικό παλμό του χωριού και τον κάνουν PowerPoint.
Στο φόντο το χωριό
Η πιο οδυνηρή εικόνα δεν είναι οι wannabe χοροδιδάσκαλοι ή οι «γκρούβαλοι» τουρίστες. Είναι η τοπική κοινότητα που στέκεται στο περιθώριο. Οι γιαγιάδες που δεν σηκώνονται να χορέψουν γιατί «δεν παίζουν πια τα δικά μας». Οι ντόπιοι που αποσύρονται από το πανηγύρι τους και γίνονται θεατές σε ένα σκηνικό που οργανώθηκε για αυτούς αλλά δεν τους χωρά. Και εκείνοι που παραμένουν μόνο για να καταλήξουν εν αγνοία τους πρωταγωνιστές σε κάποιο αυτοσχέδιο «εθνογραφικού περιεχομένου reel» που θα μαζέψει σχόλια γεμάτα νοσταλγία για τα περασμένα.
Γιατί αυτό συμβαίνει όταν οι «φασαίοι» και οι «τεχνοκράτες του χορού» συγκρούονται: η παράδοση γίνεται παράσταση. Ένα πράγμα που παρουσιάζεται – όχι που βιώνεται.
Γιατί πίσω από τα αναμμένα κάρβουνα και τις πλαστικές καρέκλες κρύβεται συχνά μια βίαιη αναμέτρηση: ανάμεσα στους ντόπιους και στους Αθηναίους, στους αυθεντικούς και τους μιμητές. Όλοι ζητάνε μερίδιο από την παράδοση. Και όλοι, λίγο πολύ, τη στραγγαλίζουν.
Η ελληνική παράδοση δεν είναι ούτε απλοϊκή ούτε αρχειακή. Είναι πολύτροπη, τοπική, αντιφατική. Ανήκει στον χώρο, στον χρόνο και στις κοινότητες. Όχι σε σχολές χορού ούτε σε influencers. Και κυρίως, δεν χρειάζεται αυτόκλητους σωτήρες. Χρειάζεται ανθρώπους που τη ζουν με σεβασμό, με σιωπή όταν πρέπει, με συμμετοχή χωρίς επίδειξη. Που να μπορούν να χορέψουν για να γιορτάσουν, όχι για να επιβληθούν.
Φέτος το καλοκαίρι όλοι λίγο πολύ θα βρεθούμε σε κάποιο πανηγύρι. Πριν πιαστούμε στον χορό ας αναλογιστούμε: Θέλουμε να τιμούμε τον τόπο ή να τον πουλάμε σαν σουβενίρ; Θέλουμε να χορεύουμε για τη χαρά της στιγμής ή για τα views; Κι αν θέλουμε να αγαπάμε την παράδοση, ας την αφήσουμε να ζήσει μέσα στους ανθρώπους της, όχι πάνω από τα κεφάλια τους μέσα από μία οθόνη.
Συνοπτικά
- Τα ελληνικά πανηγύρια έχουν μετατραπεί από αυθόρμητες κοινοτικές γιορτές σε εμπορευματοποιημένα γεγονότα υπό την επίδραση χορηγών και influencers.
- Η αυθεντική εμπειρία των πανηγυριών έχει γίνει προϊόν κατανάλωσης, ενώ οι ντόπιοι συχνά περιθωριοποιούνται από τους τουρίστες και τους «ειδικούς» της παράδοσης.
- Το άρθρο επικρίνει την απομάκρυνση από την αυθεντικότητα και καλεί σε σεβαστική συμμετοχή που τιμά τις τοπικές κοινότητες και την πολιτιστική κληρονομιά.
- Η παράδοση έχει γίνει παράσταση και χρειάζεται ανθρώπους που τη ζουν με σεβασμό, χωρίς επιβολή, προκειμένου να διατηρηθεί ζωντανή μέσα στις κοινότητες.