Ο καφές, αν και δημοφιλής, μπορεί να αλληλεπιδράσει επικίνδυνα με ορισμένα φάρμακα, επηρεάζοντας την αποτελεσματικότητα τους ή αυξάνοντας τον κίνδυνο παρενεργειών. Σύμφωνα με άρθρο του Independent, φάρμακα για το κρυολόγημα και τη γρίπη, για τον θυρεοειδή, αντικαταθλιπτικά, παυσίπονα και φάρμακα για την καρδιά ενδέχεται να επηρεάζονται αρνητικά από την καφεΐνη.
Ειδικότερα, η κατανάλωση καφέ μπορεί να μειώσει την απορρόφηση της λεβοθυροξίνης, να ενισχύσει τις παρενέργειες των ψυχιατρικών φαρμάκων και να αυξήσει τον κίνδυνο γαστρικών διαταραχών όταν συνδυάζεται με παυσίπονα. Οι ασθενείς θα πρέπει να είναι προσεκτικοί με την κατανάλωση καφέ και να συμβουλεύονται τους γιατρούς τους σχετικά με την πρόσληψή του.
Διαβάστε παρακάτω
Ο καφές είναι αγαπημένη συνήθεια για πολλούς, όμως μπορεί να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα ορισμένων φαρμάκων ή να αυξήσει τον κίνδυνο παρενεργειών.
Σε άρθρο του ο Independent παρουσιάζει τις βασικότερες κατηγορίες φαρμάκων που μπορεί να επηρεαστούν από την κατανάλωση καφέ:
Φάρμακα για το κρυολόγημα και τη γρίπη
Ο καφές περιέχει καφεΐνη, ένα διεγερτικό του κεντρικού νευρικού συστήματος. Η ψευδοεφεδρίνη, ένα αποσυμφορητικό που βρίσκεται σε φάρμακα για το κρυολόγημα και τη γρίπη είναι επίσης διεγερτικό. Όταν λαμβάνονται μαζί, οι διεγερτικές επιδράσεις μπορεί να ενισχυθούν και μπορεί να προκαλέσουν νευρικότητα, ταχυκαρδία, πονοκεφάλους, αυπνία και αύξηση της θερμοκρασίας ή του σακχάρου, ειδικά σε άτομα με διαβήτη.
Πολλά φάρμακα για το κρυολόγημα περιέχουν ήδη πρόσθετη καφεΐνη, αυξάνοντας περαιτέρω αυτούς τους κινδύνους. Ορισμένες μελέτες υποδεικνύουν επίσης ότι ο συνδυασμός καφεΐνης με ψευδοεφεδρίνη μπορεί να αυξήσει το σάκχαρο του αίματος και τη θερμοκρασία του σώματος, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για άτομα με διαβήτη.
Φάρμακα για τον θυρεοειδή
Η λεβοθυροξίνη, βασικό φάρμακο για τον υποθυρεοειδισμό, μπορεί να επηρεαστεί σοβαρά από την κατανάλωση καφέ. Μελέτες δείχνουν ότι η κατανάλωση καφέ πολύ σύντομα μετά τη λήψη λεβοθυροξίνης μπορεί να μειώσει την απορρόφησή της έως και 50%. Η καφεΐνη επιταχύνει την κινητικότητα του εντέρου, δίνοντας στο φάρμακο λιγότερο χρόνο να απορροφηθεί, ενώ μπορεί επίσης να αλληλεπιδράσει μαζί του στο στομάχι, δυσκολεύοντας την απορρόφηση από τον οργανισμό. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην επιστροφή των συμπτωμάτων του υποθυρεοειδισμού, παρά την τακτική λήψη του φαρμάκου.
Παρόμοιο πρόβλημα προκύπτει και με φάρμακα για την οστεοπόρωση, που πρέπει να λαμβάνονται με άδειο στομάχι και 30-60 λεπτά πριν φάει ή πιει κανείς κάτι.
Αντικαταθλιπτικά και αντιψυχωσικά
Η αλληλεπίδραση της καφεΐνης με ψυχιατρικά φάρμακα είναι περίπλοκη. Ορισμένα αντικαταθλιπτικά, όπως τα SSRIs ενδέχεται να έχουν μειωμένη απορρόφηση λόγω της καφεΐνης, μειώνοντας έτσι την αποτελεσματικότητά τους. Τα παλαιότερα αντικαταθλιπτικά, όπως τα TCAs, μεταβολίζονται από το ίδιο ηπατικό ένζυμο που διασπά και την καφεΐνη (CYP1A2). Η αλληλεπίδραση των δύο ουσιών μπορεί να επιβραδύνει τη διάσπαση του φαρμάκου, αυξάνοντας τις παρενέργειες, ή να καθυστερήσει την αποβολή της καφεΐνης, με αποτέλεσμα να νιώθει κανείς νευρικότητα ή υπερένταση για περισσότερη ώρα απ’ το συνηθισμένο.
Το ίδιο ισχύει και με την κλοζαπίνη η οποία μεταβολίζεται από το ένζυμο CYP1A2. Μελέτη έδειξε ότι η κατανάλωση δύο έως τριών φλιτζανιών καφέ μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα της κλοζαπίνης στο αίμα έως και κατά 97%, γεγονός που ενδέχεται να αυξήσει τον κίνδυνο για παρενέργειες όπως υπνηλία, σύγχυση ή ακόμη και πιο σοβαρές επιπλοκές.
Παυσίπονα
Πολλά παυσίπονα, όπως η ασπιρίνη και η παρακεταμόλη, περιέχουν ήδη καφεΐνη για να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητά τους. Η κατανάλωση καφέ μπορεί να επιταχύνει την απορρόφησή τους, αλλά και να αυξήσει τον κίνδυνο γαστρικών διαταραχών, όπως ερεθισμός ή αιμορραγία στο στομάχι, ιδιαίτερα όταν συνδυάζεται με άλλες πηγές καφεΐνης.
Φάρμακα για την καρδιά
Η καφεΐνη μπορεί να αυξήσει παροδικά την αρτηριακή πίεση και τον καρδιακό ρυθμό, κάτι που ενδέχεται να αντισταθμίσει τη δράση φαρμάκων που χορηγούνται για υπέρταση ή αρρυθμίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα άτομα με καρδιακές παθήσεις πρέπει να αποφεύγουν εντελώς τον καφέ, αλλά θα πρέπει να παρακολουθούν πώς επηρεάζει τα συμπτώματά τους και να εξετάζουν το ενδεχόμενο περιορισμού της πρόσληψης ή μετάβασης σε ντεκαφεϊνέ, εάν χρειάζεται.
Πηγή: iefimerida.gr